- επιφορτίζομαι
- επιφορτίζομαι, επιφορτίστηκα, επιφορτισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
επιφορτίζω — (Α ἐπιφορτίζω) [φορτίζω] νεοελλ. 1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση») 2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι 2. υπερφορτώνω,… … Dictionary of Greek
προσανατίθημι — Α 1. προσφέρω ή αφιερώνω κάτι επιπροσθέτως 2. αποδίδω σε κάποιον κάτι 3. μέσ. προσανατίθεμαι α) αναλαμβάνω πρόσθετο βάρος, επιφορτίζομαι επί πλέον β) συμπράττω με κάποιον σε κάτι, βοηθώ κάποιον γ) (με δοτ.) συσκέπτομαι με κάποιον ή συμβουλεύομαι… … Dictionary of Greek